Ο Λαογραφικός και Χορευτικός Σύλλογος Ντόπιων Μακροχωρίου και Περιχώρων με έτος ίδρυσης το 1993 και ιδρυτή τον κ.Κωνσταντίνο Μαγαλιό. Ο σύλλογος αυτός, εκτός από ετήσιο χορό και την συμμετοχή του σε φεστιβάλ και εκδηλώσεις, οργανώνει εορταστικό διήμερο με παραδοσιακούς χορούς στις 28 και 29 Αυγούστου με αφορμή την εορτή του Προδρόμου. Στις 25 Δεκεμβρίου κάθε χρόνου εμφανίζονται χορεύοντας στους δρόμους τα «Ρουγκάτσια» και στις 26 του ίδιου μήνα στην πλατεία Παλαιού Ηρώου γιορτάζεται η «Γουρουνοχαρά». Το Σάββατο του Λαζάρου οι «Λαζαρίνες», ανύπαντρα κορίτσια που φορούν τις τοπικές ρουμλουκιώτικες φορεσιές, περιδιαβαίνουν τα σπίτια με τραγούδια για την γιορτή και την Άνοιξη. Λειτουργεί, από τον Σύλλογο, τράπεζα αίματος. Τον Απρίλιο σε συνεργασία με την κοινότητα αλλά και άλλους συλλόγους κάθε χρόνου οργανώνεται ο «Δρόμος 21 Μαθητών», ένας αγώνας δρόμου αφιερωμένος στους 21 μαθητές, θύματα πολύνεκρου τροχαίου στις 13/04/03.
ΟΙ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΕΣ ΣΤΟΛΕΣ:
Σε κάθε τόπο και εποχή, η ενδυμασία των ανθρώπων την χαρακτηρίζει και αποτυπώνει τις οικονομικές, κοινωνικές, κλιματολογικές και ιστορικές συνθήκες που την διέπουν. Έτσι και στην περιοχή του Ρουμλουκιού, η ιδιόμορφη εδαφική μορφολογία της και ο αυστηρός, λιτός, αυτάρκης και λίαν εσωστρεφής βίος που ζούσαν οι κάτοικοι της, έδωσαν την δική τους σφραγίδα στην ενδυμασία τόσο γυναικών, όσο και των αντρών. Κύριο δε χαρακτηριστικό αυτών ήταν η χρήση κυρίως ντόπιων προς ύφανση υλικών, του μαλλιού, βαμβακιού, λιναριού, κάνναβης και μεταξιού, με ελάχιστα να προμηθεύονται από την Βέροια και την Θεσσαλονίκη, που περιορίζονταν κυρίως στα βελούδινα υφάσματα (κατιφέ), τα χρυσοποίκιλτα ή ασημένια γαϊτάνια και κλωστές, στα επίσημα υποδήματά τους και βεβαίως στα κοσμήματά τους.
Η γυναικεία στολή
Η ενδυμασία των γυναικών στο Ρουμλούκι, χαρακτηρίζεται από την λιτότητα και την αυστηρότητα των υλικών της, χωρίς βέβαια να στερείται την καλαισθησία, αφού οι ντόπιοι ραφτάδες φρόντιζα να την στολίζουν με πλούσια σε ποικιλία και σχέδια κεντήματα και οι ίδιες οι γυναίκες να τις υφαίνουν με περισσά πλουμίδια. Η γυναικεία λοιπόν Ρουμλουκιώτικη στολή είναι ίδια στα βασικά της τεμάχια, διαφέροντας κυρίως ως προς τον κεφαλόδεσμο ή τους χρωματισμούς και τον διάκοσμο σε ορισμένα απ’ αυτά στις ανύπαντρες, τις νεόνυμφες, τις ηλικιωμένες ή τις ευρισκόμενες σε χηρεία. Οι νεαρές κοπέλες, μέχρι να εισέλθουν σε ηλικία γάμου στα 15-16 χρόνια τους φορούσαν τα φορέματα, δηλαδή φουστάνια μακριά έως και κάτω από το γόνατο διαφόρων χρωμάτων, που είχαν στολισμένα με δαντέλες και κεντήματα τον γιακά, τα μανίκια και τον ποδόγυρό τους. Μόλις έφταναν στα 15-16 χρόνια τους, φορούσαν τον άσπρο σαγιά (βαμβακερός επενδυτής), στις δύο άκρες τους οποίου που σηκώνονταν μέχρι και το ύψος των γλουτών, έραβαν σε κάθε μία τις τριγωνικού σχήματος βελούδινες ποδιές, με κεντήματα από τον φυτικό διάκοσμο. Κάτω από τον σαγιά φορούσαν τον καταστάρι, την μάλλινη δηλαδή υφαμμένη στον αργαλειό ή πλεγμένη με βελόνες φανέλα, το άσπρο πουκάμισο με κεντήματα στα μανίκια, στον ποδόγυρο και παλαιότερα στα τμήματα του που φαίνονται κάτω από τον σαγιά και την κεντημένη με λουλούδια τραχηλιά. Στην μέση τους έδεναν το μάλλινο υφαμμένο στον αργαλειό μαύρο ζωνάρι με τα πλουμίδια και την επίσης μάλλινη με στολίδια φούτα (ποδιά). Στο κεφάλι τους έφεραν τον κοριτσίστικο κεφαλόδεσμο, το τσεμπέρι, χρησιμοποιώντας δύο μαντήλια, το ένα άσπρο με κεντήματα στη μία γωνία του που το ονόμαζαν νταρτμά και το άλλο μαύρο, το μαφέσι και τον στόλιζαν με διάφορα λουλούδια, χάρτινα και φυσικά. Όταν παντρεύονταν, φορούσαν το σύνολο της στολής, έχοντας δηλαδή το καταστάρι, το πουκάμισο, την τραχηλιά, τον γαλάζιου χρώματος (γεράνιο) σαγιά, τις βελούδινες ποδιές με κεντήματα διαφόρων σχεδίων (δάχτ’λα) με χρυσή κλωστή, το πουλένιο ζωνάρι που είχε ραμμένες στο μπροστινό μέρος του ασημένιες πούλιες την μια δίπλα στην άλλη, το κοντόσι με τα χρυσά κεντήδια στον γιακά, στις μπροστινές άκρες και στον ποδόγυρό του, τα μπρουμάνικα (επιμανίκια) με τα 12 μικρά κουδουνάκια (κουκουρέκια), την φούτα με τα καγκέλια (σχέδιο κεντήματος σχήματος ζικ – ζακ), το μεταξωτό αντερί κάτω από τον σαγιά, τις πλεγμένες με καλτσοβελόνες (κλούτσες), μάλλινες κάλτσες (σκουφούνια), τα γουρουνοτσάρουχα τις καθημερινές και τα μπουτίνια τις γιορτές ως υποδήματα και βέβαια το σύνολο των κοσμημάτων τους που αποτελούνταν από την αρμαθιά με τα φλουριά, την καδένα με τις οκτώ ντούμπλες (πεντόλιρα), τον ασημένιο σταυρό, το μαγλικουτάρι (το κυρίως κόσμημα στον κεφαλόδεσμο), τους τοκάδες, τους μαμουδιέδες, τα παφίλια, το ασημομάχαιρο, τις αλυσίδες, τα δούλια, τα μπιλιτζίκια (βραχιόλια) και τα τσουράκια (σκουλαρίκια). Στο κεφάλι τους έδεναν τον κεφαλόδεσμο, το κατσούλι και οι νιόπαντρες επάνω απ’αυτό δύο ή τρεις φούντες. Το χειμώνα, χρησιμοποιούσαν ως επανωφόρια κοντογούνια δίχως μανίκια ή τα καπότια με επένδυση από μάλλινα κρόσια ή δέρματα αρνιού μαζί με το μαλλί τους και για μεγαλύτερη επισημότητα στις άκρες, στον γιακά και στον ποδόγυρό τους γούνα αλεπούς, ενώ την ίδια επένδυση είχαν και τα κοντόσια τους. Στις καθημερινές τους εργασίες φορούσαν μόνο τους σαγιάδες, χωρίς τις ποδιές τους και το κοντόσι και ήσαν ανυπόδητες. Συνήθιζαν δε, αντί για την φούτα να φέρουν ως πιο εύχρηστα τα πιστιμάλλια, ποδιές, δηλαδή από βαμβάκι ή λινάρι. Το κατσούλι Ιδιαίτερης μνείας χρήζει το κατσούλι, ο γυναικείος δηλαδή κεφαλόδεσμος, που δίνει ιδιαίτερη μεγαλοπρέπεια και επιβλητικότητα στο σύνολο της στολής κάνοντας την γνωστή στο πανελλήνιο για την ομοιότητα του κατσουλιού με το αρχαίο Ομηρικό και Μακεδονικό κράνος και για την παράδοση που το συνδέει με τον Μέγα Αλέξανδρο. Οι Ρουμλουκιώτισσες το φορούσαν για πρώτη φορά την ημέρα του γάμου τους και δεν το αποχωρίζονταν παρά μόνο σε πολύ περασμένη ηλικία και πολλές τους καθόλου μέχρι το θάνατό τους. Το κατσούλι αποτελείται από το κυρίως κατσούλι, που έχει αυγοειδές σχήμα, προεξέχει του κεφαλόδεσμου και δίνει το όνομά του στο σύνολο αυτού, καθώς και από τρία μαντήλια, τα δύο άσπρα και το ένα μαύρο, το νταρμά που έχει κεντήματα στην μία του γωνιά το τσεμπέρι και το μαφέσι. Η παράδοση στο Ρουμλούκι θέλει το κατσούλι ως δώρο του Μεγάλου Αλεξάνδρου προς τις γυναίκες της περιοχής για την ανδρεία που αυτές επέδειξαν πολεμώντας ενάντια σε κάποιο βαρβαρικό φύλο, που επέδραμε την εποχή εκείνη στον Ρουμλουκιώτικο κάμπο, απωθώντας το με επιτυχία. Στα 50 και πλέον χωριά του Ρουμλουκιού διασώζεται η ίδια παράδοση με αρκετές παραλλαγές. Μία άλλη καταγραφή της παράδοσης για το κατσούλι στο Ρουμλούκι, θέλει τον Αλέξανδρο να απουσιάζει από την περιοχή και η ολιγάριθμη φρουρά που παρέμεινε, δε κατόρθωσε να αντιμετωπίσει την επίθεση πολυάριθμου εχθρικού στρατού που επέδραμε, οπότε οι γυναίκες στο κρίσιμο σημείο της μάχης, όταν οι άντρες τους άρχισαν να οπισθοχωρούν, πήραν τα όπλα και ρίχτηκαν με τόλμη ενάντια στους εχθρούς, εξαναγκάζοντάς τους σε άτακτη φυγή και ήττα. Επιστρέφοντας ο Αλέξανδρος με το σύνολο του στρατού του, πληροφορήθηκε για την γενναιότητα που επέδειξαν οι γυναίκες και τις τίμησε για την ανδρεία τους, δίδοντας τες τις περικεφαλαίες των ανδρών. Μία Τρίτη παραλλαγή καταγράφηκε το 1919 στο χωριό Γκριτζιάλι (σημερινή Αγκαθιά) από τους κατοίκους του χωριού. Την καταγραφή αυτή συμπεριέλαβαν οι Γ. Φιλάρετος και Δ. Βασιλειάδης στον «Εθνικό Οδηγό της Μεγάλης Ελλάδος», που συνέγραψαν και αποτελεί την αρχαιότερη γραπτή απόδοση της παράδοσης για το κατσούλι. «Το Κατσούλι” (παράδοσις). Όταν ο Μέγας Αλέξανδρος επιχείρησε την εκστρατείαν του κατά των Αθηνών, εστρατολόγησεν, εκτός των άλλων λαών του βασιλείου του και κατοίκους από την περιφέρειαν της Ημαθίας, δηλαδή από την περιφέρεια που βρίσκονται σήμερα τα χωριά Γιδάς, Λιανοβέρι, Καψοχώρι, Λουτρός, Σταυρός, Ξεχασμένη, Κουλούρα, Γκριζάλι, Νησέλι, Πρόδρομος, Μελίκη και άλλα. Στο δρόμο όμως που προχωρούσε, τον εγκατέλειψαν οι στρατιώται, τους οποίους είχε στρατολογήσει από την περιφέρεια που αναφέραμε, το Ρουμλούκι και γύρισαν στα χωριά τους. Ο Αλέξανδρος, αφού μπήκε στας Αθήνας κι έγινε δεκτός με μεγάλες τιμές απ’ τους Αθηναίους, οι οποίοι μάλιστα τον εσταφάνωσαν και τον ωνόμασα «πολίτην Αθηναίον», εγύρισε στη Μακεδονία να προετοιμασθεί για την εκστρατεία του κατά των Περσών. Στην επιστροφή του, επέρασε κι από τα χωριά των στρατιωτών που λιποτάκτησαν, με την απόφαση να τους τιμωρήσει για τη λιποταξία τους. Την ώρα που έμπαινε στο χωριό που λέγεται σήμερα Γκρίζαλι, ηύρε έναν από τους λιποτάκτες, που περνούσε με τη γυναίκα του. Πλησιάζει κοντά του, και εξαγριωμένος για την πράξη του, του βγάζει την περικεφαλαία από το κεφάλι του και τη φορεί της γυναικός του. Το μανδύλι δε της γυναίκας του, το φόρεσε στο κεφάλι του στρατιώτου. Αμέσως έπειτα, έβγαλε διαταγή σ’όλα τα χωριά των λιποτακτών, η οποία έλεγε να βγάλουν οι άντρες τις περικεφαλαίες τους και να τις φορέσουν οι γυναίκες, οι γυναίκες δε να βγάλουν τις μανδύλες από το κεφάλι και να τις φορέσουν οι άνδρες. Και έτσι έγινε. Μ’ αυτή τη διαταγή, ο Αλέξανδρος θέλησε να τους εξευτελίσει και να αποδείξει ότι εκείνοι που λιποτακτούν δεν είναι άντρες και ότι απέναντί τους είναι οι γυναίκες ανώτερες. Από τότε λοιπόν, καθώς λέει η παράδοσις, οι γυναίκες άρχισαν να φορούν περικεφαλαία, η οποία βέβαια ήτανε σιδερένια, ύστερα από πολλά χρόνια όμως άρχισαν να φορούν ξύλινη, αργότερα δε την κατασκεύαζαν με μανδύλες, τις οποίες έδεναν σε πολλές δίπλες, με τέτοιο τρόπο, ώστε να έπαιρναν το σχήμα περικεφαλαίας. Τέτοιες περικεφαλαίες φορούν σήμερα σχεδόν όλες οι γυναίκες και τις κάνουν με μανδύλες. Εδώ και λίγα χρόνια στο Μακεδονικό Αγώνα, εις τα μέρη που τρομοκρατούσε η Βουλγαρική προπαγάνδα, οι κομιτατζήδες είχαν απαγορεύσει στις γυναίκες να φορούν περικεφαλαία, αργότερα δε το ίδιο έκαμαν και οι νεότουρκοι. Όταν όμως επανέκτησε η Ελλάς τη Μακεδονία το 1912, οι γυναίκες άρχισαν να φορούν την περικεφαλαία και την φορούν ως τα σήμερα.Την περικεφαλαία αυτή οι εντόπιοι την ονομάζουν κατσούλι»
Η Αγγελική Χατζημιχάλη αναφέρει : «Η ιδιόρρυθμη φορεσιά των γυναικών και ιδιαίτερα ο πρωτότυπος κεφαλόδεσμος που συνηθίζεται από όλες τις γυναίκες σε όλα τα χωριά, περνά στον τόπο για σημάδι Ελληνικής καταγωγής. Αν βρεθεί που και που καμία να βάλει αντί για κεφαλόδεσμο μαντήλι, λογίζεται από τους ντόπιους, ακόμα και αν εξακολουθεί να φορεί πιστά όλα τα μέρη της φορεσιάς, πως περιφρονεί τα πατροπαράδοτα. Γιατί το κατσούλι, ο κεφαλόδεσμος, σκεπάζει τα αυτιά και τους κροτάφους και μοιάζει με αρχαία περικεφαλαία. Όταν ρωτήσει κανείς τις γυναίκες αν έχουν όλες την ίδια φορεσιά απαντούν: «Όλες φοράμε το κατσούλι». Γιατί πιστεύουν ότι το φορούν την εποχή του Μεγάλου Αλέξανδρου, για να τιμωρήσει για τη δειλία τους , τους άντρες και να ανταμείψει τις γυναίκες, που την ώρα της μάχης δεν πάψανε να κουβαλούν νερό στο στρατό, έβγαλε από τους άντρες τις περικεφαλαίες και τις έδωσε στις γυναίκες».
Ο Απόστολος Τζαφερόπουλος στον τουριστικό οδηγό της Ημαθίας γράφει: «Ο παράδοξος και χαρακτηριστικός κεφαλόδεσμος, ο λεγόμενος «κατσούλα» (κουκούλα), λέγεται ότι έχει την αρχή του στους χρόνους του Μ. Αλέξανδρου. Κατά την παράδοση αυτή, ο Μ. Αλέξανδρος εθαύμασε τις γυναίκες του Γηδά για το θάρρος και τον ηρωισμό που έδειξαν σε μια κρίσιμη μάχη, κατά την οποία εδείλιασαν οι άντρες τους. Διέταξε λοιπόν να φορέσουν οι γυναίκες τις περικεφαλαίες των αντρών που με τον καιρό μεταπήδησαν και στη μόδα της καθημερινής ζωής ως κεφαλόδεσμοι (κατσούλες). Ενώ οι άντρες φόρεσαν μαύρα μαντήλια , που τους έδωσαν οι γυναίκες για να δείχνουν το πένθος τους.»
Η Δώρα Στράτου στο βιβλίο της «Ελληνικοί Παραδοσιακοί Χοροί» αναφέρει: «Στην Αλεξάνδρεια της Μακεδονίας εκεί που βρίσκεται η Αρχαία Πέλλα – Τόπος που γεννήθηκε ο Μ. Αλέξανδρος- και σε περίπου 50 χωριά της περιφέρειας αυτής χορεύουν ένα βαρύ χορό, τελετουργικό στο ύφος. Χορεύουν γυναίκες που φορούν ένα κάλυμμα στο κεφάλι και συνήθως με το νυφικό τους φόρεμα, που θυμίζει τις περικεφαλαίες των αρχαίων Ελλήνων πολεμιστών. Υπάρχει ένας μύθος πάνω σε αυτό, ότι τάχα, σε μια μάχη του Μ. Αλεξάνδρου – ή κατ’ άλλους, του παππού Αμύντα του Γ’ – όπου οι άντρες δε τα κατάφεραν και τόσο καλά, όρμησαν οι γυναίκες, που κέρδισαν τη μάχη και τότε ο Μ. Αλέξανδρος (ή ο Αμύντας) τους έδωσε το προνόμιο να φορέσουν την περικεφαλαία , για να τις τιμήσει που φέρθηκαν τόσο ηρωικά. Γεγονός είναι, πως μόνο σε αυτή τη περιφέρεια φοριέται αυτό το κάλλυμα και η ιδιαίτερη ενδυμασία». Ομοιότητες όμως έχει ο Ρουμλουκιώτικος κεφαλόδεσμος και με τον αντίστοιχο γυναικείο της φυλής των Καλάς Καφίρ του Πακιστάν, που ζουν στις υπώρειες του Ινδοκούς και που πολλοί ερευνητές τους θεωρούν απογόνους των στρατιωτών του Μ. Αλεξάνδρου, ενώ και οι ίδιοι άλλωστε ισχυρίζονται ότι είναι απόγονοι του Σικάντερ (δικέρατος), όπως αποκαλούν τον Αλέξανδρο σε όλη την Ανατολή. Την ομοιότητα αυτή καταγράφουν ο Δρας Ιστορίας και Αρχαιολογίας Επαμεινώνδας Βρανόπουλος και ο Δημήτριος Αλεξάνδρου, οι οποίοι επανειλημμένος έχουν επισκεφθεί τους Καλάς στην γενέτειρά τους, με πιο χαρακτηριστική το λοφίο από μάλλινες φούντες και των δύο κεφαλόδεσμων, κόκκινου χρώματος στις Καλάς και μαύρου στις Ρουμλουκιώτισσες. Οι Ρουμλουκιώτισσες ήταν αρκετά υπερήφανες για το κατσούλι τους και δεν το αποχωρίζονταν ποτέ, ούτε καν στις σκληρές συνθήκες εργασίας τους κατά το θέρος στους αργούς. Δεν το εγκατέλειψαν, ούτε όταν οι Βούλγαροι κομιτατζήδες τις εκβίαζαν να το πράξουν κατά την διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα στις αρχές του αιώνα μας, καθώς το θεωρούσαν σημείο Ελληνικότητας, ούτε όταν με διαταγή του Ελληνικού Προξενείου Θες/νίκης, που δόθηκε στους Μακεδονομάχους οπλαρχηγούς και καπεταναίους του Βάλτου και της περιφέρειας Ρουμλουκιού, έγινε προσπάθεια να αντικατασταθεί με Ευρωπαικά μαντήλια, κατ’ άλλους για λόγους υγιεινής της κεφαλής και κατ’ άλλους διότι θεωρήθηκε ως Βουλγαρικής προελεύσεως. Οριστικά όμως οι Ρουμλουκιώτισσες άρχισαν να βγουν τα κατσούλια τους μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν άρχισε να μην υπάρχει στην περιοχή η παλαιά καθολική ομοιογένεια του πληθυσμού τους με την εγκατάσταση στο Ρουμλούκι προσφύγων από την Μικρά Ασία, την Ανατολική και Βόρεια Θράκη και τον Πόντο και η συμβίωση μαζί τους, σε συνδυασμό με τα προιόντα της βιομηχανικής παραγωγής που άρχισαν να κατακλύζουν τα χωριά, επέφεραν νέα ήθη και μετέβαλλαν τις συνθήκες ζωής των Ρουμλουκιωτών. Εκτός από την καταγραφή της παράδοσης για την καταγωγή του κατσουλιού, δύο μεγάλες Ελληνίδες λαογράφοι, η Αγγελική Χατζημιχάλη και η Κατερίνα Κορρέ, έχουν καταγράψει πολλές ομοιότητες και αντιστοιχίες που υπάρχουν ανάμεσα στο κατσούλι, το Ομηρικό κράνος, την αρχαιοελληνική περικεφαλαία και αργότερα των Βυζαντινών κεφαλόδεσμων και κωμώσεων των γυναικών.
Η ανδρική Στολή
Η ενδυμασία των ανδρών στο Ρουμλούκι, όπως συμβαίνει και στις περισσότερες αντίστοιχες σε όλο τον Ελλαδικό και μη χώρο, στερείται της πολυτέλειας των γυναικείων και χαρακτηρίζεται για την απλότητα, τη λιτότητα, την αυστηρότητα, με περιορισμό στην έντονη διακόσμηση της και φυσικά την χρήση σχεδόν εξ’ ολοκλήρου ντόπιων προς ύφανση υλικών. Η Ρουμλουκιώτικη λοιπόν ανδρική στολή όπως αυτή καθιερώθηκε στις τελευταίες προ του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου δεκαετίες, αποτελείται από τα παρακάτω τεμάχια: το καταστάρι (κατασάρκι), χοντρή δηλαδή υφάμμενη στον αργαλειό ή πλεγμένη με βελόνες στο χέρι μάλλινη φανέλα, βαμβακερό πουκάμισο με παπαδίστικο γιακά και κουμπιά μέχρι το ύψος του ομφάλιου λώρου, άσπρου χρώματος για τους νεότερους και μαύρου για τους πιο ηλικιωμένους, σταυρωτό μαύρο γιλέκο από σκούτι χωρίς μανίκια ή με μανίκια που το ονόμαζαν μεϊτάνι και των χειμώνα πιο χοντρό, τον ντουλαμά, με μοναδικά στολίσματα τα μαύρου χρώματος γαϊτάνια και το μικρό κέντημα στην μικρή τσέπη, που υπήρχε στο ύψος της καρδιάς, φαρδύ παντελόνι, την μπουλμπότσα, ενώ οι νεότεροι φορούσαν και το ζίβρο, δηλαδή παντελόνι από το ίδιο ύφασμα πιο στενό και εφαπτόμενο στο πόδι κάτω από το γόνατο και μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο τις γνωστές κυλότες. Παλαιότερα, φορούσαν και τα συνήθη σε όλη την επικράτεια της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, μπενεβρέκια και σαλβάρια. Στα πόδια είχαν μάλλινες μαύρες κάλτσες , πλεγμένες στο χέρι με τις κλούτσες (καλτσοβελόνες), τα σκουφούνια και επάνω τους τον χειμώνα τύλιγαν σφιχτά μέχρι την γάμπα τα μπιγιάλια (είδος γκετών), ένα άσπρου χρώματος σκουτιού υφάμμενου στον αργαλειό και ως υποδήματα τις καθημερινές τα γουρουνοτσάρουχα και στις επίσημες εμφανίσεις τους τα αγοραστά από της Βέροια δερμάτινα παπούτσια ή τα ποδήματα όπως τα ονόμαζαν τις δερμάτινες μπότες. Σε ορισμένα χωριά, όπως για παράδειγμα στον Σχοινά, οι μπουλμπότσες κατασκευάζονταν από λινάρι ή καννάβι, που το καλλιεργούσαν οι χωρικοί μαζικά στα κτήματά τους ή στα τσιφλίκια των μπέηδων. Τα επανωφόρια τους ράβονταν από χοντρό μαύρου χρώματος σκουτί, που είχαν εσωτερική επένδυση με τομάρια από πρόβατα, γνωστά ως πατατούκες, ή τσερκέτες και τα καπότια, ενώ οι τσόπανοι φορούσαν κάπες από γιδίσιο μαλλί με μανίκια και κουκούλα, που τις αγόραζαν από την Βέροια ή τα γειτονικά προς το Ρουμλούκι ορεινά χωριά των Πιερίων και τα κουκλιάτα , ένα είδος κοντής κάπας μέχρι το ύψος των γοφών από σιάργκαβο (γκρί χρώματος) μαλλί, που τα συνήθιζαν περισσότερο οι κάτοικοι του χωριού Λουτρός. Ως κάλλυμα της κεφαλής χρησιμοποιούσαν, το μεν καλοκαίρι ψάθινα καπέλα, τις σκιάθες που έπλεκαν και έραβαν οι ίδιοι με στάχυα σίκαλης, το δε χειμώνα πλεκτό μάλλινο σκούφο μαύρου χρώματος ή καπέλα από μαύρο σκουτί σαν δίκοχα που τα ονόμαζαν σάπκες. Παλαιότερα όμως, μέχρι και τις αρχές της δεκαετία του 1920, οι Ρουμλουκιώτες είχαν ως επίσημο ένδυμά τους την φουστανέλλα, την τσολιαδίστικη φορεσιά όπως την έλεγαν, που αποτελούνταν από την μάλλινη φανέλα, την άσπρου χρώματος κοντή και με πολλές δίπλες (λαγκόλια) φουστανέλλα, την άσπρη πουκαμίσα με τα φαρδυά μανίκια, επάνω της το μαύρο χωρίς μανίκια σταυρωτό γιλέκο και των χειμώνα τον ντουλαμά χωρίς και αυτός μανίκια, τα φαρδιά άσπρα βρακιά από κάμποτο, το μεγάλο φαρδύ μαύρο ζωνάρι, τα σκουφούνια, τα γουρουνοτσάρουχα και ως κάλυμμα της κεφαλής πλεκτό σκούφο ή την σάπκα. Η στολή αυτή βαθμιαία εγκαταλείφθηκε και αντικαταστάθηκε μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του 1920 από τις πρακτικές και εύχρηστες μπουλμπότσες. Εξακολουθούσαν όμως για καιρό μετά να την φορούν μόνο στους γάμους ο γαμπρός, ο κουμπάρος και τα μπρατίμια και βέβαια οι χορευτές που αποτελούσαν το μπουλούκι στην τέλεση του εθίμου των Ρουγκατσιών, οι οποίοι τις τελευταίες δεκαετίες φορούν ως κάλυμμα της κεφαλής το φέσι, χωρίς όμως φούντα και με έναν μικρό σταυρό κεντημένο στο μπροστινό τους μέρος.

0 Σχόλια